τανεία

τανεία
η, ΝΑ
(στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ τανεῑαι) επιμήκης δοκός χρήσιμη στη ναυπηγική και στην οικοδομική, κν. σήμερα μακρυνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τανεῖαι (μόνο στον πληθ.) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ταναός — και ταναδός, ή, όν, θηλ. και ταναός, Α 1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.) 2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.) 3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.) 4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.) 5. πλατύς («ταναὰ χείλεα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”